- ἀναπνέεται
- ἀναπνέωtake breathpres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic)ἀναπνέωtake breathpres ind mp 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρπνοια — η, Ν φυσιολ. αύξηση τού εύρους και τής συχνότητας τών αναπνευστικών κινήσεων χωρίς αύξηση τού όγκου τού αέρα που αναπνέεται στο λεπτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperpn(o)ea < ὑπερ * + πνοιά / πνοή] … Dictionary of Greek